- ψαραγορά
- η, Ντόπος όπου γίνεται η αγοραπωλησία ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγορά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαραγορά — η τόπος όπου αγοράζουν ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni … Wikipedia
Корфу (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Корфу, Керкира Κέρκυρα … Википедия
Керкира (остров) — У этого термина существуют и другие значения, см. Керкира. Керкира, Корфу Κέρκυρα Координаты … Википедия
ιχθυείον — ἰχθυεῑον, τὸ (Α) [ιχθύς] επιγρ. η ψαραγορά, τα ψαράδικα … Dictionary of Greek
ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
οψοπώλης — ὀψοπώλης, ὁ, θηλ. ὀψόπωλις (ΑΜ) πωλητής ψαριών, ιχθυοπώλης μσν. το θηλ. η σύζυγος τού ιχθυοπώλη αρχ. το θηλ. ψαραγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «ψάρι» + «πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek
Μαλέ — (Male). Πόλη (76.069 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας των Μαλδίβων, στην ομώνυμη ατόλη στον Ινδικό Ωκεανό, κοντά στον ισημερινό. Είναι το διοικητικό και οικονομικό κέντρο των νησιών Μαλδίβες και το κύριο εμπορικό κέντρο τους. Η οικονομία … Dictionary of Greek